- περιβλεψάμενοι
- περιβλέπωlook round aboutaor part mid masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εξάπινα — ἐξάπινα (AM) μτγν. τ. τού ἐξαπίνης, αιφνίδια, ξαφνικά («ἐξάπινα περιβλεψάμενοι», ΚΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. εξαπίνης] … Dictionary of Greek